ἀγαθός

ἀγαθός
ᾰγᾰθός (-ῷ, -όν; -οί, -ῶν, -οῖσι, -οῖς, -οῖσιν: -άν: -ῷ, -όν; -ῶν)
1 of persons, noble, good
a adj., distinguished

πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν O. 7.91

esp. in physical prowess,

ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28

Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι P. 8.100

οὐ

θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.51

καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26

b m. subs., the noble, esp. of those distinguished by social position and athletic prowess.

ἀδύνατα δἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν P. 2.81

ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96

οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71

τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν, ἀλλ' ἀγαθοί P. 3.83

οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285

ἐν δἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.71

ποτίφορος δ' ἀγαθοῖσι μισθὸς οὗτος N. 7.63

τί φίλτερον κεδνῶν τοκέων ἀγαθοῖς; I. 1.5

τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.26

τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69

2 of things, honourable, of honour

ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ' ἀγαθαί O. 7.10

ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.83

ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών (Schr.: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι Mingarelli.) N. 11.17

ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46

χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15

3 add. inf., good ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι i. e. “useful” O. 6.100ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς, ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι.” O. 6.17
4 n. subs., good, good fortune

ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ O. 2.33

esp. in pl.,

πένθος δὲ πίτνει βαρὺ κρεσσόνων πρὸς ἀγαθῶν O. 2.24

ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.13

ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὗχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.30

5 dub. ex. [ἀγαθὰ σωτῆρας (codd. Clem. Alex: ἀλαθέας ὥρας ex Hesych. Boeckh.) fr. 30. 6.]

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἁγαθός — ἀγαθός , ἀγαθός good masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθός — good masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… …   Dictionary of Greek

  • αγαθός — ή, ό 1. καλός, ενάρετος: Ήταν άνθρωπος του Θεού, αγαθός κι απονήρευτος. 2. αφελής, απλοϊκός: Ήταν ο καημένος πολύ αγαθός και συχνά την πάθαινε. 3. το ουδ. ως ουσ., αγαθό σημαίνει το καλό, η ωφέλεια, το κέρδος: Η υγεία είναι το πολυτιμότερο αγαθό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βοὴν ἀγαθός. — См. Вы храбры на словах, попробуйте на деле …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀγαθά — ἀγαθός good neut nom/voc/acc pl ἀγαθά̱ , ἀγαθός good fem nom/voc/acc dual ἀγαθά̱ , ἀγαθός good fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀγαθός — ἀγαθός , ἀγαθός good masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθῶν — ἀγαθός good fem gen pl ἀγαθός good masc/neut gen pl ἀγαθόω do good to pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀγαθόω do good to pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀγαθόω do good to pres part act masc nom sg ἀγαθόω do good to pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθόν — ἀγαθός good masc acc sg ἀγαθός good neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθεύω — [αγαθός] φαίνομαι ή γίνομαι ανόητος, αφελής, αγαθοφέρνω, κουτοφέρνω …   Dictionary of Greek

  • ἀγαθαῖς — ἀγαθός good fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”